- πολυκληίς
- πολυκληί̱ς , πολυκλήιςwith many benchesfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυκλήϊς — ιδος, ἡ, Α (επικ. τ.) 1. (για πλοίο) αυτός που έχει πολλούς σκαλμούς («πολυκλήϊδι πλέων ἐπὶ οἴνοπα πόντον», Ομ. Ιλ.) 2. (κατ επέκτ.) αυτός που έχει πολλούς κωπηλάτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κληΐς, επικ. τ. τού κλείς «σύρτης, αμπάρα» (πρβλ. ευ… … Dictionary of Greek
πολυκληῖδι — πολυκλήις with many benches fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκληῖσι — πολυκλήις with many benches fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκλήιδα — πολυκλήις with many benches fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκλήιδες — πολυκλήις with many benches fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκλήιδι — πολυκλήις with many benches fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκλήιδος — πολυκλήις with many benches fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκλήισι — πολυκλήις with many benches fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)